χρυσογραφίᾳ

χρυσογραφίᾳ
χρυσογραφίᾱͅ , χρυσογραφία
a writing with letters of gold.
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσογραφία — χρυσογραφίᾱ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem nom/voc/acc dual χρυσογραφίᾱ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσογραφία — η, ΝΜΑ η τεχνική τής γραφής χρυσών γραμμάτων ή άλλων σχεδίων σε παλαιά χειρόγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσογραφίας — χρυσογραφίᾱς , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem acc pl χρυσογραφίᾱς , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • χρυσογραμμία — ἡ, Μ χρυσογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραμμή + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”